- ακουμπητός
- -ή, -ό και ακουμπιστόςαυτός που στηρίζεται κάπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακουμπώ.ΠΑΡ. ακούμπητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακούμπητος — η, ο και ακούμπιστος 1. αυτός που δεν έχει στηριχτεί κάπου 2. που δεν έχει ξεκουραστεί καθόλου, που δουλεύει ασταμάτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ακουμπητός με αναβιβασμό τού τόνου, από όπου και η στερητική σημασία του επιθέτου] … Dictionary of Greek
ακουμπιαστός — ή, ό ο ακουμπητός … Dictionary of Greek
ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… … Dictionary of Greek
ακούμπιστος — η, ο [ακουμπιστός] ο ακούμπητος … Dictionary of Greek